--ΣΥΣΠΕΙΡΩΘΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ------ ΟΙ ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΙ ΤΩΝ ΕΔ ΚΑΙ ΣΑ ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΣΕΕ

....www.syndesmosee.org .... ... Η ΜΟΝΗ ΕΝΤΙΜΗ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ.... ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΡΟΧΩΡΑΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ...

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Ανοιχτή επιστολή από έναν φίλο του ΣΕΕ.



Κάποιες πρώτες παρατηρήσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα του 7% της Χρυσής Αυγής, και τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για τον Σύνδεσμο Εθνικής Ενότητας.
  
Ι. Ένα σημαντικό ζήτημα που μένει αναπάντητο από την «Αποτίμηση Εκλογικού Αποτελέσματος» του Συνδέσμου Εθνικής Ενότητας

Θα συμφωνούσε κανείς απολύτως με τον ΣΕΕ ότι ο δεύτερος γύρος των εκλογών στις 17 Ιουνίου είχε στόχο να απομονώσει τα μικρότερα κόμματα, έτσι ώστε να ενισχυθούν τα «επαγγελματικά πολιτικά κόμματα», όπως τα αποκαλεί ο ΣΕΕ, όσον αφορά τις ληφθείσες ψήφους και τις κοινοβουλευτικές έδρες. Και, φυσικά, ακριβώς αυτό συνέβη. Η «Αποτίμηση», όμως, του ΣΕΕ, δεν θέτει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Όταν σημειώνει ότι τα μικρά κόμματα απομονώθηκαν, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την τελική κυριάρχηση του «επαγγελματικού» πολιτικού κομματικού συστήματος, την ίδια στιγμή «ξεχνάει» ότι μια ομάδα που ήταν μέχρι πρόσφατα πολύ μικρή –και η οποία ποτέ δεν απαρτιζόταν από «επαγγελματίες πολιτικούς»
και ποτέ δεν ανήκε στο επίσημο πολιτικό κομματικό σύστημα– έχει ξεπηδήσει ως σημαντική πολιτική δύναμη κι έχει εγκαθιδρυθεί μέσα στο Κοινοβούλιο ακόμα και μετά τον δεύτερο γύρο των εκλογών, κι αυτό το έχει πετύχει με την υποστήριξη του αξιοσημείωτου ποσοστού του 7% των εκλογέων.

Παρόλο που, σε αντίθεση με τον ΣΕΕ, η παρουσία της Χρυσής Αυγής είναι μακρόχρονη, επρόκειτο πάντα για μια περιφερειακή «συμμορία» ακροδεξιών εξτρεμιστών που κανένας –εκτός από ορισμένους ακροαριστερούς εξτρεμιστές– δεν πήρε ποτέ πολύ σοβαρά. Όπως και στην περίπτωση του ΣΕΕ, τα στελέχη της δεν είναι «επαγγελματίες». Σε αντίθεση όμως με τον ΣΕΕ, κάποια τουλάχιστον από τα στελέχη της θυμίζουν σκίνχεντ μπαρόβιους και περιθωριακούς κακοποιούς (με όλο το σεβασμό προς όλες αυτές τις ομάδες της υπο-κουλτούρας).

Το ζήτημα που προκύπτει –αν και δεν τίθεται καθόλου στην «Αποτίμηση»– είναι προφανές: τι είναι αυτό που επέτρεψε στη Χ.Α. να μπει στο Κουνοβούλιο τόσο δυναμικά; Και, κάτι που είναι εξίσου σημαντικό τόσο για τον ελληνικό λαό όσο και συγκεκριμένα για τον ίδιο τον ΣΕΕ, πώς πρέπει να τοποθετηθούμε όλοι μας απέναντι σε ένα κόμμα που αυτή τη στιγμή διαθέτει έναν αριθμό εδρών καθόλου ευκαταφρόνητο;

Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα ψύχραιμα και αντικειμενικά, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να βάλουμε στην άκρη το μύθο που έχει προκύψει για τη Χ.Α. Για κάποιους αυτός ο μύθος έχει υπάρξει γελοιωδώς φοβικός, σε σημείο που υπερτονίζουν την απειλή που αυτή η μικρή «συμμορία» αντιπροσώπευσε για την ελληνική κοινωνία και την πολιτικο-πολιτισμική ηθική της (ποια «ηθική», εν πάση περιπτώσει;). Για άλλους, αυτός ο μύθος ενισχύθηκε από μια κρυπτοσυμπάθεια για τις θέσεις της Χ.Α. υπέρ της Χούντας (ναι, η αποκαλούμενη «εφταετία της Χούντας» όντως συνοδεύτηκε από βιομηχανοποίηση και από έναν αναδυόμενο καταναλωτισμό, ο οποίος εντούτοις δεν ήταν και τόσο «ηθικός»). Ωστόσο, όσον αφορά την ίδια τη Χ.Α., όλα αυτά δεν ήταν παρά «μύθοι» τους οποίους της απέδωσαν απομονωμένες μειοψηφίες, και οι οποίοι τώρα πρέπει να παραμεριστούν έτσι ώστε να «μετρήσουμε» τη σημερινή Χ.Α. με την κοινωνική της βάση του 7%, κι αυτό να το κάνουμε στο πλαίσιο της πολύ συγκεκριμένης συγκυρίας την οποία διανύουμε. Όλα αυτά πρέπει να μπουν στην άκρη, επειδή η Χ.Α. σε λίγα μόνο χρόνια –εάν όχι και νωρίτερα– πιθανόν να μην είναι πια αυτό που είναι σήμερα. Επιπλέον, το σε τι θα μπορούσε να εξελιχτεί η Χ.Α. δεν εξαρτάται μόνο από αυτή την ίδια αλλά και από τις υπόλοιπες κοινωνικές δυνάμεις: έτσι, για άλλη μια φορά, η διαμαρτυρία εναντίον της παρουσίας της, ή η αδιαφορία απέναντί της, ή και η κάποια ανοχή κ.ο.κ., δεν είναι παρά συμπτώματα είτε πολιτικής ανωριμότητας είτε πολιτικής ανευθυνότητας.

ΙΙ. Κάποιοι κρίσιμοι παράγοντες που εξηγούν το 7%.

Γνωρίζουμε ότι το πολιτικό κόμμα Χρυσή Αυγή δεν απαρτίζεται από «επαγγελματίες πολιτικούς». Πιο σημαντικό ακόμα, δεν απαρτίζεται καν από καθαυτό «πολιτικούς». Οι περισσότεροι από τα στελέχη της και τους βουλευτές της είναι «κοινοί άνθρωποι», βαθιά ριζωμένοι μέσα στην ελληνική κοινωνία των πολιτών (στις πολύπλευρες κοινωνικο-πολιτισμικές εκφάνσεις της) – έχουν ξεπηδήσει απευθείας από αυτήν και με κανέναν τρόπο δεν συνδέονται με το επίσημο πολιτικό κομματικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, δεν αποτελούν μέρος του αποκαλούμενου «πολιτικού πολιτισμού» αυτού του συστήματος. Επιπλέον, όχι μόνο δεν αποτελούν μέρος του, αλλά είναι ριζοσπαστικά εναντίον αυτού του «πολιτισμού». (Θα μπορούσε κανείς να προβάλλει την αντίρρηση, όπως ο Κ. Πλεύρης, ότι η Χ.Α. έχει στηθεί από ξένες μυστικές υπηρεσίες με στόχο να αλλοιώσει το αυθεντικό νόημα του πατριωτισμού, αλλά ακόμα κι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, αυτό δεν μας λέει απολύτως τίποτα για το γεγονός ότι στελέχη της Χ.Α. εξελέγησαν βουλευτές – κάτι που είναι κοινωνικό γεγονός και όχι απλώς γεγονός συνομωσίας.)

Υπάρχει ένας αναμφισβήτητος «βαρβαρισμός» σ’ αυτόν τον αντι-πολιτικό πολιτισμό. Αλλά ακριβώς αυτός ο «βαρβαρισμός» της Χ.Α., αυτό το οργισμένο μίσος εναντίον του κυρίαρχου «πολιτικού πολιτισμού» ήταν που συνδέθηκε και επικοινώνησε, σε μεγάλο βαθμό, με τα εξοργισμένα «φασκελώματα» εναντίον των πολιτικών κομμάτων που λάμβαναν χώρα διαρκώς από χιλιάδες επί χιλιάδων ανθρώπων απέναντι από τη Βουλή και γύρω από την πλατεία Συντάγματος το καλοκαίρι του 2011. Από αυτά τα χιλιάδες «φασκελώματα», ένα σημαντικό 7% το «εισέπραξε» η Χ.Α., αυτή η μικρή, εκκολαπτόμενη ομάδα. Αυτό που προκαλεί έκπληξη δεν είναι το 7%, αλλά το ότι η Χ.Α. «εισέπραξε» μόνο το 7%. Τι θα μπορούσε να συγκρατήσει, για παράδειγμα, έναν άνεργο νέο πτυχιούχο από το να ψηφίσει οτιδήποτε εναντίον του ξιπασμένου, παχύδερμου φασισμού ενός Πάγκαλου και ενός Βενιζέλου που τόσο εύκολα μπορούσαν να ψεύδονται, να επιτιμούν και να προσβάλλουν ένα έθνος, πόσο μάλλον έναν μορφωμένο νέο που σέβεται τον εαυτό του; Μπορεί κανείς όχι μόνο να κατανοήσει το πώς ψήφισαν τέτοιοι άνθρωποι, αλλά ακόμα και να το σεβαστεί, κατά κάποιον τρόπο, δεδομένων των κοινωνικο-πολιτικών συνθηκών και των ψυχολογικών πιέσεων που προκύπτουν από αυτές τις συνθήκες (δηλ., έναντι μιας πραγματικά διεφθαρμένης και αλαζονικής «ελίτ» που ξεπουλούσε ολόκληρο το μέλλον των νέων στους Γερμανούς τραπεζίτες).

Για το 7% που ψήφισε τη Χ.Α. –και όχι μόνο γι’ αυτό το 7%– αυτό που διακυβευόταν ήταν η ίδια η προσωπική τους ζωή και η ταυτότητά τους. Και, γι’ αυτούς τους πολίτες, έφταιγε σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, κι οι υπεύθυνοι έπρεπε να κρεμαστούν στην πλατεία Συντάγματος. Αλλά, εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΑΠ’ ΕΞΩ θα μπορούσε να τους σώσει – δηλαδή, μόνο κάποια δύναμη εντελώς «αμόλυντη» από το πολιτικό κομματικό σύστημα, την οποία θα μπορούσε να εμπιστευθεί ο κόσμος. Αλλά δεν μπορούσαν οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, τότε, επιτόπου, να δημιουργήσουν κάποια τέτοια δύναμη εναντίον του πολιτικού κομματικού συστήματος στο σύνολό του – έτσι, από όλον αυτό τον κόσμο, το 7% ψήφισε αυτή τη μία μικρή πολιτική ομάδα που πάντα ήταν «απ’ έξω» –ένας outsider–, τη Χρυσή Αυγή. Πολύ απλά, αυτή η τελευταία δεν ανήκε ποτέ στην «κλίκα των 300» – μια φράση τόσο κοινή ανάμεσα σε όσους είτε διαδήλωσαν στις κεντρικές πλατείες της Ελλάδας είτε παρακολούθησαν αλληλέγγυοι «από απόσταση».

Δεν σκοπεύουμε να εξετάσουμε λεπτομερώς την εκλογική συμπεριφορά του υπόλοιπου εκλογικού σώματος, αφού κάτι τέτοιο είναι πέρα από τους στόχους αυτών των πρώτων σημειώσεων. Αλλά σε κάθε περίπτωση μπορούμε να θέσουμε το ακόλουθο ερώτημα: πώς συνέβη και, από όλες αυτές τις χιλιάδες ανθρώπους που είχαν εξοργιστεί ενάντια στην «κλίκα των 300», κανένας δεν στράφηκε τελικά στο ΚΚΕ, ένα κόμμα που, αν και βρίσκεται εντός της Βουλής, εντούτοις αυτοπαρουσιαζόταν πάντα ως ο «outsider» (με την έννοια ότι ήθελε να καταστρέψει το σύνολο του υπάρχοντος συστήματος καθαυτό); Με άλλα λόγια, γιατί στράφηκε μια μερίδα των Αγανακτισμένων Πολιτών στην «άκρα δεξιά» και όχι στην «άκρα αριστερά»; Πρώτον, το ΚΚΕ απλώς αρνήθηκε να δει την επέμβαση της Τρόικας υπό πατριωτικό πρίσμα – πράγμα που έκανε η Χ.Α. Δεύτερον, και αντίθετα με τη Χ.Α., το ΚΚΕ παρουσιάζει τον εαυτό του ως ένας «outsider» με ένα καθορισμένο, ξεκάθαρο, χιλιαστικό/εσχατολογικό δόγμα και μια «αποκλειστική» ιδεολογία που επιμένει να βλέπει το «προλεταριάτο» ως τον μοναδικό «εκλεκτό λαό» της ιστορίας. Αντίθετα, η Χ.Α. στην πραγματικότητα δεν έχει καμία πολιτική ιδεολογία, συνδυάζοντας στην ένδεια του δημόσιου λόγου της μια σειρά αντιφατικών συμβολισμών που μπορούν να τραβηχτούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτή η ασάφεια επιτρέπει στην «ιδεολογία» της Χ.Α. να είναι ευρύτατα περιεκτική, κάνοντας χώρο σε οποιονδήποτε: ακριβώς αυτός ο «κενός χώρος» είναι που μπόρεσε να προσελκύσει μια μερίδα του ελληνικού εκλογικού σώματος, ανθρώπους τυφλωμένους από οργή και αγανάκτηση.

ΙΙΙ. Ένα «προφίλ» των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής

Από τις χιλιάδες των εξοργισμένων πολιτών, ποιος ψήφισε τη Χ.Α.; Σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, ένα σημαντικό ποσοστό προήλθε από τις τάξεις των Σωμάτων Ασφαλείας και των Ειδικών Δυνάμεων (ποσοστό που, φυσικά, θα μπορούσε να ανήκει στο εκλογικό σώμα του ΣΕΕ – αλλά το γιατί κάτι τέτοιο δεν συνέβη θα το συζητήσουμε παρακάτω).

Δεύτερον, ένα σημαντικό ποσοστό των ψηφοφόρων της Χ.Α. είναι νέοι: όντας –για πολύ συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους (η «ευδαιμονία» της δεκαετίας του ’80 κ.ά.)– εξολοκλήρου απολίτικοι, κάποιοι νέοι έτρεξαν ενστικτωδώς προς αυτόν τον έναν «outsider» που κατήγγειλε τόσο ριζοσπαστικά τον κυρίαρχο «πολιτικό πολιτισμό» ως εντελώς διεφθαρμένο.

Επιπλέον, αηδιασμένοι υποστηρικτές της προδοτικής Ν.Δ. και απογοητευμένοι υποστηρικτές του παραπαίοντος και συγχυσμένου ΛΑΟΣ επίσης στράφηκαν στη Χ.Α.

Όμως όλα αυτά δεν μας βοηθούν πραγματικά να καταλάβουμε την πολυπλοκότητα του «νου» ενός ψηφοφόρου της Χ.Α. Θα συμφωνούσαμε όλοι ότι οι πολίτες που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ δεν έγιναν ξαφνικά «μαρξιστές». Παρομοίως, οι πολίτες που ψήφισαν Χ.Α. δεν ασπάστηκαν ξαφνικά τον ναζισμό. Στην πραγματικότητα, πάρα πολλοί άνθρωποι που ψήφισαν τη Χ.Α. αγνόησαν εντελώς –και αγνοούν ακόμη– τον ναζισμό της Χ.Α. Αυτό πάει να πει ότι πολλοί είχαν επίγνωση του ναζισμού της αλλά πολύ απλά δεν έδωσαν καμία σημασία. Ανταποκρινόμενη σε αυτό, φυσικά, η ηγεσία της Χ.Α. τώρα εσκεμμένα καμουφλάρει την καταγωγή της και δεν προβάλλει τις ναζιστικές της συμπάθειες.

Η πολυπλοκότητα του προφίλ του ψηφοφόρου της Χ.Α. έγκειται ακριβώς εδώ: κάποιος γνωρίζει ότι η Χ.Α. υποστηρίζει τον ναζισμό αλλά συνειδητά αποφασίζει να κάνει στην άκρη ή να βάλει σε παρένθεση αυτή την πραγματικότητα και να ψηφίσει τη Χ.Α. για κάποιον άλλο συγκυριακό λόγο – που είναι η ανάγκη του για έναν ισχυρό «outsider». Έχοντας παρακολουθήσει διάφορες περιπτώσεις ανθρώπων που μίλησαν για τον τρόπο που ψήφισαν, είναι χρήσιμο να σταθούμε σε κάποιες από αυτές. Η πρώτη περίπτωση αφορά μια μεσήλικη κυρία, που οπωσδήποτε δεν είναι αφελής, είναι ξεκάθαρα εξοργισμένη με την «κλίκα των 300» και ως εκ τούτου υπέρ της Χ.Α. Για προσωπικούς λόγους, δεν ψήφισε στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Κι όμως, ακόμα λέει ότι εάν είχε πάει να ψηφίσει θα είχε ψηφίσει «είτε τη Χρυσή Αυγή είτε τους Ανεξάρτητους Έλληνες». Προφανώς, ο ναζισμός της Χ.Α. έχει μπει εντελώς σε παρένθεση – τόσο πολύ, ώστε η κυρία αυτή να μπορεί τόσο εύκολα να εξισώνει τη Χ.Α. με τους ΑΝΕΞ. ΕΛΛ.

Ας πάρουμε άλλη μία περίπτωση: κάποιος κύριος μέσης ηλικίας, εξηγώντας γιατί ψήφισε Χ.Α., είπε απλά ότι εάν δεν υποστηρίξουμε τη Χ.Α. «σύντομα θα έχουμε για πρωθυπουργό κάποιον Πακιστανό». Όπως έλεγε, μια τέτοια στάση δεν τον κάνει ρατσιστή – ο ίδιος απλώς «σκέφτεται σαν Έλληνας».

Εξίσου ενδιαφέρον, έχουμε την περίπτωση ακόμη ενός μεσήλικα που ψήφιζε ΠΑΣΟΚ για «πολλά, πολλά χρόνια» αλλά που τώρα ψήφισε Χ.Α. ενάντια στους «κλέφτες». Ένας νομοταγής, παλιός αριστερός απλώς έκανε ένα άλμα προς οποιαδήποτε δύναμη θεώρησε ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει τους «κλέφτες».

Μια άλλη, νεαρή γυναίκα, ψηφοφόρος της Χ.Α., εξήγησε ότι «δεν υπήρχε κανείς άλλος στον οποίο να στραφεί» – μόνο οι άνθρωποι της Χ.Α. πρόσφεραν στην ίδια και σε άλλους γύρω της «πρακτική βοήθεια» στην «καθημερινή ζωή».


IV. H Χρυσή Αυγή και οι μελλοντικές δυνατότητές της

Η σαφής πολυπλοκότητα του προφίλ του ψηφοφόρου της Χ.Α. έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτό που κάποτε συνιστούσε μια εντελώς απλοϊκή συμμορία ναζιστών φαντασιόπληκτων. Ωστόσο, ο εμβολιασμός της «πολυπλοκότητας» τόσο πολλών πολιτών με έναν τέτοιο περιορισμένο αριθμό «απλοϊκών οπαδών» θα μπορούσε να έχει εκρηκτικές συνέπειες σε συνθήκες που είναι ιδιαίτερα εύφλεκτες.

Καταρχήν, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την έως τώρα εύθραυστη συμμαχία που συνεχίζει να υφίσταται ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα και σε εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας των πολιτών που τον ψήφισε. Εάν με κάποιον τρόπο «προδοθεί» αυτό το κομμάτι, σε ποιον θα μπορούσαν να στραφούν αυτοί οι ψηφοφόροι; Για να το θέσουμε κάπως διαφορετικά: αυτοί οι αντιμνημονιακοί ψηφοφόροι, που οι ίδιοι είχαν συμμετάσχει σε εξοργισμένα «φασκελώματα» εναντίον της «κλίκας των 300» αλλά εντέλει επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, διατηρούν ακόμη τις επιφυλάξεις τους όσον αφορά την πολιτική συμπεριφορά της νέας επίσημης αντιπολίτευσης. Εάν αυτή η τελευταία κάνει πίσω στις προεκλογικές αντιμνημονιακές θέσεις της, οι ίδιοι της οι ψηφοφόροι θα μπορούσαν να στραφούν σε πιο στέρεους «outsiders». Φυσικά, η «προδοσία» μπορεί να πάρει δύο μορφές: ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε είτε να βάλει νερό στο κρασί του όσον αφορά την καταγγελία του Μνημονίου, είτε –το πιο πιθανό– απλώς να αποδειχτεί αναποτελεσματικός στο να μπλοκάρει τις κινήσεις της κυβέρνησης και της Τρόικας. Εάν –και μόνο εάν– αυτές οι τελευταίες δυνάμεις συνεχίσουν στην ίδια καταστροφική πορεία του Μνημονίου, και εάν η επίσημη αντιπολίτευση με κάποιον τρόπο «αφομοιωθεί» σε αυτή τη διαδικασία, οι μεγάλες μάζες των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να γυρίσουν την πλάτη τους σ’ αυτό το κόμμα. Ας το επαναλάβουμε: Σε ποιον θα μπορούσαν να στραφούν; Ποιον θα εμπιστεύονταν τότε, εάν όχι μια δύναμη η οποία, αν και τώρα βρίσκεται μέσα στη Βουλή, εντούτοις παραμένει ακόμα –και συντηρεί την εικόνα της ως– «απόβλητη» σε σχέση με τον κυρίαρχο «πολιτικό πολιτισμό»; Φυσικά, δεν θα στρέφονταν όλοι σε έναν τέτοιο «απόβλητο», που καιροφυλακτεί, αλλά μπορούμε να αγνοήσουμε ότι υπάρχει η πιθανότητα να ενισχύσει η Χ.Α. ακόμα περισσότερο τη θέση της;

Ο εύθραυστος χαρακτήρας της «συμμαχίας» ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα και στους ψηφοφόρους του πηγαίνει πολύ βαθύτερα. Εκτός και εάν ο ΣΥΡΙΖΑ υποστεί ριζικές μεταβολές στο εσωτερικό του – κάτι που όντως καταβάλλει σκληρές προσπάθειες να κάνει–, αυτή η «εύθραυστη συμμαχία» θα έρθει αντιμέτωπη με διάφορα σοβαρά εμπόδια, αδιέξοδα και αντιφάσεις. Προς το παρόν, ο «σκληρός πυρήνας» του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία:

(i)                 η ιδεολογία του είναι ουσιαστικά «διεθνιστική», κι έτσι είναι δύσκολο να συμφιλιωθεί με έναν πιο τοπικιστικό, πατριωτικό «πολιτικό πολιτισμό»∙
(ii)               η ιδεολογία του –από την εποχή ήδη του ΚΚΕ Εσωτερικού– είναι βαθιά φιλοευρωπαϊκή (ξεκινώντας από μια γραμμή «ευρωκομμουνιστική»). Στην πραγματικότητα, μες στα χρόνια και ειδικά μετά την εποχή της ΕΑΡ, η ιδεολογική του θέση προσιδιάζει όλο και περισσότερο με αυτό που έχει περιγραφεί ως «Ευρωλιγούρηδες», καθώς πιστεύει ότι μόνο εντός και μέσω της Ευρώπης θα μπορούσε η ίδια η Ελλάδα να γίνει πιο «προοδευτική»/να «εκσυγχρονιστεί» ως κοινωνία.

Πρώτον, η γνώμη μας είναι ότι οι «αριστερές-διεθνιστικές» τάσεις του σκληρού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν παρά να λειτουργήσουν παρεμποδιστικά στην υιοθέτηση ανοιχτών και αυθεντικών πατριωτικών θέσεων. Παρά τις προσπάθειες του χαρισματικού Τσίπρα να παρουσιάσει το κόμμα του ως πατριωτικό στο εκλογικό σώμα, το αποδυναμωτικό στίγμα του «Τσε Γκεβάρα» με κάποιον τρόπο έχει παραμείνει. Κι εδώ δεν πρόκειται απλώς και μόνο για προπαγάνδα που στοχεύει στην εξουδετέρωση της ευρύτερης επιρροής του κόμματος: το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ αφιερώνει περισσότερο χώρο στο «Παλαιστινιακό ζήτημα» απ’ ό,τι στα ελληνικά εθνικά θέματα. Πάνω απ’ όλα, ο «διεθνισμός» του ΣΥΡΙΖΑ έρχεται στο προσκήνιο κυρίως όταν πρόκειται για το μεταναστευτικό. Με λίγα λόγια, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι –σε πλήρη αντίθεση με τον «επαναστατικό ρομαντισμό» του ΣΥΡΙΖΑ– η Χρυσή Αυγή έχει μια σχετικά πιο «ρεαλιστική» θέση όσον αφορά το φλέγον μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Και ενώ θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι είναι λίγοι οι Έλληνες που θα υιοθετούσαν πρακτικές χασάπη απέναντι στους μετανάστες στους δρόμους της Αθήνας, πολύ λιγότεροι θα υιοθετούσαν τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ που δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να «προστατέψουν» τους μετανάστες από τους Έλληνες (!).

Δεύτερον, η παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκή θέση του ΣΥΡΙΖΑ –που σχετίζεται με τον «διεθνισμό» του– αποτελεί άλλο ένα επικίνδυνο σημείο που θα μπορούσε να βραχυκυκλώσει τη «συμμαχία» του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία των πολιτών. Αυτή η  θέση είναι –προς το παρόν– μια  «ασφαλής» εναλλακτική για όσους είναι ενάντια στο Μνημόνιο αλλά φοβούνται τη δραχμή. Αλλά εάν –και μόνο εάν– η Ελλάδα για κάποιο λόγο βρεθεί αναπόφευκτα να κινείται εκτός Ευρωζώνης, τότε ο φιλοευρωπαϊκός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ θα τεθεί υπό δραματική αμφισβήτηση (το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για τις θέσεις του ΣΕΕ).

Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, μια πολιτική δύναμη σαν τη Χ.Α. –η οποία παρουσιάζει έντονα τον εαυτό της ως λυσσαλέα πατριωτική και εξίσου λυσσαλέα αντιευρωπαϊκή– θα έχει δικαιωθεί πλήρως, και ιδιαίτερα στα μάτια των πιο εξαθλιωμένων κομματιών του ελληνικού πληθυσμού. Κι εδώ βρίσκεται μία ακόμα μελλοντική πολιτική δυνατότητα για τη Χ.Α.

Γενικά μιλώντας, και όσον αφορά τις μελλοντικές δυνατότητες της Χ.Α., θα μπορούσε να θέσει κανείς το ζήτημα υπό τη μορφή μίας και μοναδικής εξίσωσης:

Εξαθλίωση + Μετανάστες = Χρυσή Αυγή

Με άλλα λόγια, μπορούμε πράγματι να υποστηρίξουμε ότι η σταδιακή εξαθλίωση μεγάλων κομματιών του πληθυσμού (είτε μέσω της ανεργίας είτε μέσω της φτηνής εργασίας), μαζί με τον διαρκώς διευρυνόμενο «χώρο» (οικονομικό, γεωγραφικό, πολιτισμικό κτλ) που θα καταλαμβάνουν οι μετανάστες στην Ελλάδα, θα μπορούσε να καταλήξει σε ένα «κενό» κοινωνικού χάους που θα έπρεπε να «καλυφθεί», και αυτή τη χρονική στιγμή φαίνεται ότι η Χ.Α. είναι η πιο κατάλληλη πολιτική δύναμη για να «καλύψει» και να «βάλει σε τάξη» ένα τέτοιο «κενό». Όμως μια τέτοια εξίσωση, αν και εκ πρώτης όψεως είναι προφανής, παραμένει απλοϊκή. Και παραμένει απλοϊκή επειδή παρουσιάζει τα πράγματα σαν να πρόκειται για κάποιον σιδερένιο νόμο των κοινωνικών διαδικασιών, κάτι που δεν έχει ισχύσει ποτέ σε καμία περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Και οι σιδερένιοι νόμοι δεν μπορούν ποτέ να ισχύσουν, επειδή πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη ο υποκειμενικός παράγοντας – π.χ. πώς θα κινηθούν άλλες πολιτικές ομάδες (και «μεγάλες» όπως οι Ανεξ. Έλλ. και «μικρές» όπως ο ΣΕΕ) ανταποκρινόμενες σε μια δύναμη όπως η Χ.Α. (ή οποιαδήποτε Χ.Α. – και το λέμε αυτό γιατί ακόμα κι αν εξαφανιζόταν η συγκεκριμένη Χρυσή Αυγή, θα μπορούσε να αναδυθεί κάποια άλλη δύναμη με παρόμοιες τάσεις και η οποία θα μπορούσε να προσπαθήσει να «καλύψει» τα «κενά»).

Εξίσου γενικά μιλώντας, εδώ πρέπει να προσθέσουμε πως θα ήταν μεγάλο λάθος να υποτιμήσει κανείς την πιθανότητα να γεννήσει η ελληνική κοινωνία –κάποια στιγμή στο μέλλον– ένα σχεδόν φασιστικό ή φασιστικού τύπου μαζικό κίνημα. Η ελληνική κοινωνία, από τη δεκαετία του ’70, γέννησε το μαζικό κίνημα του ΠΑΣΟΚ, που αποτέλεσε το λίκνο ενός αριστερίστικου λαϊκισμού σε μία συγκυρία καταναλωτικής αφθονίας. Αλλά αυτός ο ίδιος λαϊκισμός μπορεί και να αναζωογονηθεί και σταδιακά να μεταλλαχθεί σε μια ποικιλία φασιστικών μορφών, καθώς η καταναλωτική αφθονία μετατρέπεται στο αντίθετό της – δηλαδή, καθώς εξαφανίζεται ανοίγοντας τον δρόμο σε μια γενικευμένη εξαθλίωση. Ας μην ξεχνάμε ότι στην ιστορία της Ευρώπης (αλλά επίσης και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής) ακριβώς ο αριστερός λαϊκισμός ήταν αυτός που, εν μέρει, μεταλλάχθηκε σε ναζισμό στη Γερμανία και σε φασισμό στην Ιταλία. Ο Χίτλερ ξεκίνησε ως ηγέτης του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, και ο Μουσολίνι ως αριστερός δημοσιογράφος-διανοούμενος. Τόσο οι ναζιστές όσο και οι φασίστες βρήκαν μαζική υποστήριξη (και την καλλιέργησαν) ανάμεσα στο λούμπεν προλεταριάτο, σε μερίδες των μεσαίων τάξεων και σε μερίδες του δημόσιου τομέα/δημοσίων υπαλλήλων.

Φυσικά, η ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται στ’ αλήθεια, και η Ελλάδα δεν βρίσκεται στην περίοδο των δεκαετιών του ’30-’40. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ούτε την κοινωνικο-πολιτική παράδοση του λαϊκισμού στην Ελλάδα (και το πόσο κοντά ήρθε στον καθαυτό φασισμό με τον «ΑΥΡΙΑΝΙΣΜΟ»), ούτε την ιστορία του λαϊκισμού και των διάφορων μεταλλάξεών του γενικά στην Ευρώπη – και ας μην ξεχνάμε την ανάδυση πολιτικών δυνάμεων ναζιστικού ή φασιστικού τύπου σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία σήμερα, με τις οποίες δυνάμεις και συνδέεται η Χρυσή Αυγή.


V. Η «προώθηση» της Χρυσής Αυγής

Η Χ.Α. έχει «προωθηθεί» συστηματικά τόσο από το κεντρικό πολιτικό σύστημα όσο και από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Αυτή η «προώθηση» έχει πάρει μια μορφή πολύ εκλεπτυσμένη, πολύ συγκεκριμένη και πολύ μακιαβελική. Βεβαίως, τόσο το κεντρικό πολιτικό σύστημα όσο και τα ΜΜΕ διαρκώς και συστηματικά απονομιμοποιούν τη Χ.Α. Γελοιοποιώντας την, φαινομενικά στοχεύουν στην απομόνωσή της από την κεντρική αρένα της πολιτικής ζωής, δηλαδή από το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Όλοι γνωρίζουμε όμως πως το εν λόγω σύστημα σε κάθε περίπτωση είναι αυτό το ίδιο πλήρως απονομιμοποιημένο στα μάτια της πλειοψηφίας του λαού (π.χ. θυμόμαστε τα «φασκελώματα»). Έτσι, η πλειοψηφία εξωθείται σε μια ταύτιση με τη Χ.Α. ως θύμα του κατεστημένου. Την ίδια στιγμή, δίνεται η ευκαιρία στη Χ.Α. να εκμεταλλευτεί αυτή την απονομιμοποίηση και να παρουσιάζει τον εαυτό της ως μία πατριωτική επαναστατική δύναμη εντελώς έξω από και πλήρως ανεξάρτητη από το διεφθαρμένο, άδικο και εξαρτώμενο από τα ΜΜΕ πολιτικό σύστημα.

Υπήρξε κάποιος πολίτης που είπε για τη «θυματοποίηση» της Χ.Α.: «Εάν εμείς ως δημοκράτες σεβόμαστε τον εαυτό μας, θα έπρεπε να αποδεχτούμε τη Χ.Α. μέσα στις δημοκρατικές διαδικασίες». Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι, εάν το σημερινό δημοκρατικό κατεστημένο δεν «δέχεται» τη Χ.Α., τότε αυτό δεν είναι δημοκρατικό, ενώ η Χ.Α. είναι ή θα μπορούσε να είναι. Ο συγκεκριμένος πολίτης ψήφισε τη Χ.Α. Ένας άλλος πολίτης, ένας νέος άντρας γύρω στα 35, διαμαρτυρήθηκε για τον τρόπο που αντιμετωπίζει το κεντρικό πολιτικό σύστημα την περίπτωση της Χ.Α – είπε: «Η περιθωριοποίηση της Χρυσής Αυγής από τις διαδικασίες του επίσημου πολιτικού συστήματος ρίχνει αυτό το σύστημα στο επίπεδο της Χούντας». Αυτός ο πολίτης ξεκαθάρισε, με κάθε ειλικρίνεια: «…αλλά δεν ψήφισα Χρυσή Αυγή». Κι όμως, μπορούσε να παίρνει το μέρος της Χ.Α. ως «θύματος» μιας «Χούντας». Ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να ψηφίσει –ή να υποστηρίξει– ένας τέτοιος άνθρωπος σε μια επόμενη φάση.

Στο βαθμό που τέτοιοι άνθρωποι αντιδρούν με τέτοιον τρόπο, μπορεί να υποστηριχτεί ότι η «προώθηση» της Χ.Α. πραγματοποιείται ακριβώς μέσω της «θυματοποίησής» της. Μπορούμε να πάμε ακόμα πιο πέρα και να εικάσουμε ότι το «πολιτικό κατεστημένο» στο σύνολό του φαίνεται να θέλει να προωθήσει τη Χ.Α. έτσι ώστε τελικά να εξουδετερώσει και να παραλύσει τις δημοκρατικές αντιμνημονιακές δυνάμεις στην Ελλάδα. Αυτό το «κατεστημένο» στο σύνολό του βασικά αποτελείται από πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζονται από μεγάλες μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές εταιρείες που δραστηριοποιούνται τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο – όπως γνωρίζουμε, τέτοιου είδους εταιρείες κυριαρχούνται αυτές οι ίδιες από παγκοσμιοποιημένα χρηματοπιστωτικά κεφάλαια. Ιστορικά μιλώντας, οι ίδιες οι ναζιστικές και οι φασιστικές δυνάμεις είχαν χειραγωγηθεί και αργότερα χρηματοδοτήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν απ’ το μεγάλο μονοπωλιακό κεφάλαιο, με στόχο να καταστρέψουν όχι μόνο την ενότητα και την ανεξαρτησία της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και την ίδια την υπόσταση του ενδογενούς –είτε γερμανικού είτε ιταλικού– μη μονοπωλιακού κεφαλαίου που δραστηριοποιούνταν στις χώρες αυτής της κοινωνίας πολιτών.

Σε γενικές γραμμές, και όσον αφορά την Ελλάδα, μπορεί να δει κανείς τη Χ.Α. να χρησιμοποιείται ενεργά, κάποια στιγμή, με στόχο να διαιρέσει τις δημοκρατικές, πατριωτικές αντιμνημονιακές δυνάμεις σε τρία διαφορετικά επίπεδα:

            α) μέσα στο ίδιο το Κοινοβούλιο
            β) στους δρόμους, σε περίπτωση διαδηλώσεων
γ) μέσα στις γραμμές αυτών των δύο πολύ στρατηγικών τομέων της ελληνικής κοινωνίας, τα Σώματα Ασφαλείας και τις Ειδικές Δυνάμεις.


VII. Ο Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας και η Χρυσή Αυγή

Εκ πρώτης όψεως, υπάρχουν κάποιες ομοιότητες ανάμεσα στη Χ.Α. και στον ΣΕΕ. Και οι δύο ομάδες αποτελούνται από «μη επαγγελματίες», και οι δύο είναι «δυνάμεις απ’ έξω» («outsiders») σε σχέση με το πολιτικό σύστημα, και οι δύο είναι «πατριωτικές» ομάδες (αν και αναρωτιέται κανείς πόσο «πατριωτική» μπορεί να είναι στ’ αλήθεια η Χ.Α. όταν τάσσεται υπέρ της ναζιστικής Γερμανίας) και, τέλος, και οι δύο είναι δυνάμεις αντιμνημονιακές. Κι όμως, είδαμε πώς «διαφήμισαν» και πώς «προώθησαν» τα ΜΜΕ τη Χ.Α. με τους δικούς τους χειριστικούς τρόπους, και πώς τα ίδια ΜΜΕ «στρίμωξαν» την ίδια στιγμή τον ΣΕΕ σχεδόν εντελώς εκτός της κεντρικής πολιτικής αρένας. Μετά βίας ασχολήθηκαν τα ΜΜΕ ακόμα και με τη σημαντική υποψηφιότητα του Ιωάννη Σακκά, πρώην εισαγγελέα Πρωτοδικών, πόσο μάλλον να τη θέσουν ως θέμα δημόσιας συζήτησης.

Υπάρχει μια σαφής εξήγηση γι’ αυτό, κι αυτή η εξήγηση έγκειται σε μία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον ΣΕΕ και στη Χ.Α. Όπως διακηρύσσεται ξεκάθαρα στην «ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ» του ΣΕΕ, στο άρθρο 9, «Το Συνέδριο αποτελεί το κυρίαρχο όργανο του Κόμματος το οποίο αποφασίζει για όλα τα θέματα, οι δε αποφάσεις του δεσμεύουν όλα τα μέλη του κόμματος…» κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι ο ΣΕΕ βεβαίως και λειτουργεί με όρους βασικών δημοκρατικών διαδικασιών. Σε πλήρη αντίθεση, η Χ.Α. είναι ένας έντονα συγκεντρωτικός μηχανισμός που λειτουργεί όπως θα λειτουργούσε ένας στρατός και με μια τυφλή, στρατιωτικού τύπου υπακοή στον ηγέτη της – «Führer». Το ζήτημα εδώ είναι ότι μια τέτοια οργάνωση όπως η Χ.Α. είναι ανοιχτή και ευάλωτη σε εύκολη χειραγώγηση από οποιονδήποτε έχει την οικονομική δύναμη να «χρησιμοποιήσει» αυτό το σώμα για συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς (σαν αυτούς που αναφέρθηκαν στο V μέρος). Όπως συνέβη στην ευρωπαϊκή ιστορία με τις ναζιστικές/φασιστικές οργανώσεις, οι οποίες χειραγωγήθηκαν εύκολα με δεδομένη την απουσία οποιασδήποτε πραγματικής δημοκρατίας στο εσωτερικό τους και με δεδομένη την τυφλή τους υπακοή σε κάποιον «Φύρερ», ο οποίος μπορεί να κινείται σε οποιαδήποτε κατεύθυνση επιλέξει «Αυτός» και οι στενοί ακόλουθοί του, αναλόγως των οικονομικών συμφερόντων. Το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, συνεπώς, επιλέγει να «προωθήσει» τη Χ.Α. γνωρίζοντας ότι, δοθείσης της κατάλληλης ευκαιρίας, θα μπορούσε να τη «χρησιμοποιήσει» ως κάποιο είδος «πέμπτης φάλαγγας» για να εξυπηρετήσει τα δικά του, μακροπρόθεσμα συμφέροντα.

Η σκόπιμη και χειριστική «προώθηση» της Χ.Α. και το σχεδόν μπλακάουτ που επιβλήθηκε στον ΣΕΕ είχαν τις δικές τους αρνητικές συνέπειες. Το φυσικό εκλογικό σώμα του ΣΕΕ –τα Σώματα Ασφαλείας και οι Ειδικές Δυνάμεις– «έχει κλαπεί» από τη Χ.Α. Σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, 50% των Σωμάτων Ασφαλείας ψήφισαν Χ.Α. (ΤΟ ΒΗΜΑ, και επίσης πβ. tvxsteam, 19.6.2012). Παρομοίως, στελέχη της Χ.Α. που ψηφίστηκαν τελικά στη Βουλή προέρχονται από τις Ειδικές Δυνάμεις (π.χ. ο Πολύβιος Ζησιμόπουλος, Β΄ Θεσσαλονίκης, αντισυνταγματάρχης Καταδρομών εν αποστρατεία).

Πώς αντέδρασε ο ΣΕΕ σ’ αυτή την απώλεια του φυσικού του εκλογικού σώματος που κατάφερε η Χ.Α.; Η τελευταία τουλάχιστον «Αποτίμηση» του δεύτερου γύρου των εκλογών δεν αναφέρει απολύτως τίποτα πάνω σ’ αυτό. Ωστόσο, λογικά μιλώντας, η αντίδραση του ΣΕΕ δεν θα μπορούσε παρά να κινηθεί σε κάποιες μάλλον περιορισμένες κατευθύνσεις.

α) Θα μπορούσαμε να δούμε μια σταδιακή, μοιρολατρική αποδοχή της ήττας του, κάτι που πιθανώς θα οδηγούσε στη διάλυσή του ως οργανωμένου πολιτικού κόμματος. Αυτό θα ισοδυναμούσε με «πολιτική αυτοκτονία», τόσο για τα ίδια τα μέλη του όσο και για το μέλλον της χώρας. Ίσως κάτι τέτοιο να ακούγεται ως κατάφωρη υπερεκτίμηση της σημαντικότητας του ΣΕΕ. Κι όμως, ας σκεφτούμε το εξής: κάθε μέλος «εν αποστρατεία» των Ειδικών Δυνάμεων ή των Σωμάτων Ασφαλείας που παραμένει σε έναν συνεκτικό ΣΕΕ ο οποίος συνεχίζει να υπάρχει έχει να παίξει έναν ζωτικό ρόλο έναντι των πρώην συναδέλφων του που έχουν στραφεί στη Χ.Α. Η διάλυση απλώς θα παρέλυε οποιαδήποτε οργανωμένη «πρόσβαση» θα μπορούσαν να έχουν  πρώην συνάδελφοι και φίλοι των ΣΑ/ΕΔ.

β) Μια άλλη πιθανότητα είναι ο ΣΕΕ, ή μέλη ή ομάδες στο εσωτερικό του, να προσπαθήσουν να «διεισδύσουν» στις γραμμές της Χ.Α. σε μια απόπειρα να την «εκδημοκρατίσουν» σταδιακά από μέσα. Προς το παρόν τουλάχιστον, κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με τυχοδιωκτικό διάβημα και θα ήταν μάταιο, δεδομένης της νεοαποκτηθείσας δύναμης και της συνακόλουθης αλληλεγγύης στο εσωτερικό της Χ.Α. μετά την αδιανόητη εκλογική της νίκη. Φαίνεται επίσης να είναι ένα εγχείρημα πολύ επικίνδυνο (ποιος «απορροφά» και «κατευθύνει» ποιον;). Παρεμπιπτόντως, ποιος γνωρίζει με βεβαιότητα πόσα σημερινά μέλη του ΣΕΕ βρίσκονται σε δίλημμα όσον αφορά το εάν θα «φλερτάρουν» με τη Χ.Α. ή όχι και μάλιστα με τους δικούς της όρους;

γ) Ένα τρίτο ενδεχόμενο είναι να βάλει ο ΣΕΕ στην άκρη τις ίδιες του τις «απόλυτες αρχές» και, με δεδομένο τον επείγοντα χαρακτήρα αυτής της ιστορικής στιγμής, να δημιουργήσει μόνιμες ή ad hoc «συμμαχίες» με «φίλους εχθρούς» (όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες), έτσι ώστε να περιοριστεί κατά κάποιον τρόπο η πολιτική και κοινωνική επιρροή της Χ.Α. Σε αυτή την περίπτωση, ο ΣΕΕ θα πρέπει να θέσει τίμια στον εαυτό του ένα ερώτημα. Αλήθεια, τι είναι πιο «απόλυτο» γι’ αυτόν: η δική του «ηθική καθαρότητα» ή  η ανάγκη να καταπνιγεί μια ξενική υποκουλτούρα όπως ο ναζισμός;

δ) Απορρίπτοντας κάποιες ή όλες από τις παραπάνω πιθανότητες, ο ΣΕΕ θα μπορούσε επίσης να επιλέξει να επανα-συσπειρώσει τις δικές του εσωτερικές δυνάμεις. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με διάφορους τρόπους, αλλά δύο από αυτούς φαίνεται να είναι εκ των ων ουκ άνευ:

α) να επανασυσπειρωθεί οργανωτικά, εγκαθιδρύοντας μικρές, σφιχτά δεμένες ομάδες «αφοσιωμένων» ή «σταθερών» μελών σε όλη τη χώρα. Αυτές οι ομάδες θα χρειαζόταν οπωσδήποτε να συμμετέχουν σε μια σειρά «σεμιναρίων» και/ή «εκπαιδευτικών κύκλων» με στόχο να διευρύνουν την πατριωτική και την κοινωνικοπολιτική συνείδησή τους. (π.χ. να διευρύνουν τη γνώση τους και την κατανόησή τους γύρω από το ρόλο του στρατού στην ελληνική ιστορία∙ να αναπτύξουν τα δικά τους «εργαλεία» πολιτικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης, κ.ο.κ.). Δεν θα ήταν όλοι πρόθυμοι να κάνουν κάτι τέτοιο, δεδομένων των οικογενειακών υποχρεώσεων κτλ. Αλλά ο ΣΕΕ πρέπει να είναι και ανεκτικός και να κατανοεί τα προβλήματα των πολιτών, και την ίδια στιγμή πρέπει να έχει την ικανότητα να βρίσκει και να επιλέγει αυτούς που περιμένουνε να βρεθούν και να επιλεγούν.

β) να επανασυσπειρωθεί ιδεολογικά, εγκαθιδρύοντας ένα τακτικό, πανεθνικό έντυπο, που θα ενδυναμώσει και θα αναπτύξει τις πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις του τόσο ανάμεσα στα μέλη του όσο και ανάμεσα στους φίλους του. Η χρηματοδότηση ενός τέτοιου εγχειρήματος θα είναι, φυσικά, πρόβλημα, αλλά αναρωτιέται κανείς, εάν μπορεί να το κάνει μια μικρή οργάνωση, και πραγματικά περιθωριακή, όπως είναι η τροτσκιστική ΟΚΔΕ της 4ης Διεθνούς, , τότε γιατί να μην μπορεί ο ΣΕΕ; (Ας θυμηθούμε ότι το ίδιο το ΕΠΑΜ του Καζάκη, που μετά βίας είναι μαζική οργάνωση, εκδίδει μια εβδομαδιαία εφημερίδα που σε μέγεθος θυμίζει το «ΕΘΝΟΣ»). Και πρέπει ακόμα να θυμόμαστε και το εξής: δεν μπορούν ή δεν θέλουν όλοι να επικοινωνούν μέσω ίντερνετ.

Και μια τελευταία σημείωση: είτε οι ιδεολογικοί τοίχοι που διαιρούν τον ελληνικό λαό ανάμεσα στην αποκαλούμενη «Δεξιά» και «Αριστερά» θα πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον και θα διαλυθούν, είτε αυτός ο μίζερος διαχωρισμός θα χρησιμοποιηθεί εναντίον όλων των Ελλήνων. Η «πόλωση» αυτή προς το παρόν υπερτονίζεται τόσο από την «άκρα Αριστερά» (ΣΥΡΙΖΑ) όσο και (μεταξύ άλλων) από την «άκρα Δεξιά» (Χρυσή Αυγή). Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του ΣΕΕ είναι στρατηγικής σημασίας, τουλάχιστον όσον αφορά τις γραμμές των Σωμάτων Ασφαλείας και των Ειδικών Δυνάμεων: μέσα εκεί πρέπει να συνεχίσει να αγωνίζεται για να συντηρήσει μια συνείδηση στο εσωτερικό αυτών των δύο τομέων που θα είναι και δημοκρατική και πατριωτική, αλλά επίσης πάνω και πέρα από την πόλωση «Αριστεράς-Δεξιάς».

Τέλος, εάν η Ελλάδα συνεχίσει στο δρόμο της οικονομικής της καταστροφής μέσω των μέτρων του Μνημονίου και της γερμανικής οικονομικής κατοχής, κάποια στιγμή οι «επαγγελματίες πολιτικοί» πράγματι θα αποτύχουν και οι «απ’ έξω», οι «outsiders» θα αναλάβουν το ρόλο της διακυβέρνησης. Αλλά αυτοί οι «outsiders» –όποιοι κι αν είναι– πρέπει να αποδειχτούν αρκετά πατριώτες ώστε να ενώσουν, και όχι να διχάσουν, ένα λαό τραγικό – τον λαό που αποτελεί η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών. Πώς τοποθετείται ο ΣΕΕ απέναντι σε όλα αυτά;



                                                                                                           


Νίκος Βλάχος

1 σχόλιο:

  1. O ΣΕΕ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΒΓΗ ΔΥΝΑΜΙΚΑ,ΕΠΙΘΕΤΙΚΑ
    ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΩ,ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ,ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.
    ΦΕΡΕΙ ΕΥΘΥΝΗ,ΠΟΥ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ ΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΙΤΕΣ
    ΖΗΤΗΣΑΝ ΝΑ ΤΗΝ ΣΗΚΩΣΟΥΝ,ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥΣ !
    ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΠΙΣΩ.
    ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΠΙΑ.
    ΑΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΟΥΝ ΚΑΙ ΑΣ ΔΡΑΣΟΥΝ-ΤΟΤΕ ΘΑ ΔΟΥΝ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ !

    ΑπάντησηΔιαγραφή